εκρηκτικός

εκρηκτικός
-ή, -ό
1. αυτός που εκρηγνύεται ή που μπορεί να εκραγεί, να υποστεί έκρηξη, να ξεσπάσει
2. επίρρ. εκρηκτικώς (-α)
με τρόπο που επιφέρει έκρηξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκρηκτικός — ή, ό επίρρ. ά που μπορεί να εκραγεί ή να προκαλέσει έκρηξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βόμβα — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνεται κάθε συσκευή που αποτελείται από ένα μεταλλικό περίβλημα γεμισμένο με εκρηκτική ύλη, η οποία εκσφενδονίζεται ή τοποθετείται κάπου και εκρήγνυται μέσω ενός εμπυρεύματος (καψούλι) είτε με ωρολογιακό μηχανισμό… …   Dictionary of Greek

  • ηφαιστειακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στα ηφαίστεια, ηφαίστειος («ηφαιστειακή ενέργεια») 2. μτφ. εκρηκτικός, παράφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηφαίστειο + κατάλ. ακος (πρβλ. μουσει ακός, οικογενει ακός)] …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • μόλοτοφ βόμβα — η αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός, που αποτελείται από φιάλη πλήρη με εύφλεκτο υλικό και από πυροκροτητή ο οποίος αναφλέγεται μετά τη ρίψη και θραύση του. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. molotov (cocktail) από το όν. τού… …   Dictionary of Greek

  • νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …   Dictionary of Greek

  • Βαλαωρίτης, Αριστοτέλης — (Λευκάδα 1824 – 1879). Πολιτικός και ποιητής. Ήταν γόνος αρματολικής οικογένειας από τη Βαλαώρα της Ευρυτανίας ή της Ηπείρου (δεν έχει ξεκαθαριστεί), που είχε εγκατασταθεί στη Λευκάδα από τα τέλη του 17ου με αρχές του 18ου αι. Παρακολούθησε… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Μίντλερ, Μπέτι — (Bette Midler, Χονολουλού 1945 –). Αμερικανίδα ηθοποιός και τραγουδίστρια. Ξεκίνησε την καλλιτεχνική της καριέρα στο γυμνάσιο ως μέλος ενός τρίο που ψυχαγωγούσε τους φαντάρους που υπηρετούσαν στις στρατιωτικές βάσεις της Χαβάη. Κοκκινομάλλα και… …   Dictionary of Greek

  • Περραιβός, Χριστόφορος — (ψευδώνυμο του Χρυσάφη Χατζηβασίλη, Πάνω Πούρλες Ολύμπου 1773 – Αθήνα 1863). Συνεργάτης του Ρήγα, Φιλικός, αγωνιστής της Επανάστασης του ’21, στρατηγός κατόπιν και αξιόλογος ιστορικός συγγραφέας Γύρω από τη ζωή του, τη δράση του και το συγγραφικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”